επιστημολογία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From επιστήμη (epistími) + -λογία (-logía).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]επιστημολογία • (epistimología) f (plural επιστημολογίες)
Declension
[edit]Declension of επιστημολογία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επιστημολογία • | επιστημολογίες • |
genitive | επιστημολογίας • | επιστημολογιών • |
accusative | επιστημολογία • | επιστημολογίες • |
vocative | επιστημολογία • | επιστημολογίες • |
Further reading
[edit]- Γνωσιολογία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el