Category:Greek colloquialisms
Jump to navigation
Jump to search
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek terms that are likely to be used primarily in casual conversation rather than in more formal written works, speeches, and discourse.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek colloquialisms"
The following 200 pages are in this category, out of 1,020 total.
(previous page) (next page)Β
Γ
- γάδαρος
- γάιδαρος
- γαϊδούρα
- γαμάτα
- γαμάτος
- γαμάω
- γαμημένος
- γαμιάς
- γαμιέμαι
- γαμιόλα
- γαμιόλης
- γαμοσταυρίδια
- γαμοσταυρίζω
- γαμώ και δέρνω
- γαμώ τη
- γαμώ το
- γαμώντας
- γαμώτη
- γαμώτο
- γαρ
- γαρούφαλλο
- γαρούφαλο
- γατάκι
- γειτόνοι
- γειτόνους
- Γενάρης
- γεροκομείο
- γέρος
- γης
- γι' αυτό
- γιαγιά
- Γιαννιού
- γιατάκι
- γιατρειά
- γιατρέσα
- γιάτρισσα
- γιογιό
- Γιώργαινα
- γκάζι
- γκάστρωμα
- γκαστρωμένος
- γκαστρώνομαι
- γκαστρώνω
- γκιουρουλτί
- γκόμενα
- γκομενάκι
- γκομενάκος
- γκομενάρα
- γκομενίτσα
- γκόμενος
- γκουγκλάρω
- γκουγκλίζω
- γλάστρα
- γλειφομούνι
- γόπα
- γορίλας
- γουλί
- γουλιά
- γουρούνα
- γουρούνι
- γράδο
- Γρηγόρης
- γριά
- γυαλί
Δ
- δαγκαθεί
- δαγκάθηκα
- δαγκάνομαι
- δαγκάνω
- δάγκασα
- δαμάλα
- δαύτος
- Δεκέμβρης
- δερβένι
- δημαρχίνα
- Δημοκρατία των Σκοπίων
- Δήμος
- διαγωνισμός
- διάδοχος
- διαολοσκορπίσματα
- διάτανος
- διευθυντάδες
- διευθυντάδων
- δικαστίνα
- δίκιο
- δίνε του
- δόξα
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και έπνιγε τα παιδιά του
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του
- δράκαινα
- Δώρα
Ε
- ε
- εγγόνα
- εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται
- είδα κι απόειδα
- εικοσάρικο
- είπαν της γριάς να χέσει κι αυτή ξεκωλιάστηκε
- έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- εκατοστό
- έλα μουνί στον τόπο σου
- έλα να δεις
- ελάτε να δείτε
- ελιά
- έλκος
- Ελληνάρας
- Ελληναράς
- εμένα μου λες
- εμποράκος
- έμπορας
- εμπόρισσα
- εντατική
- εξερευνάω
- εξόν
- επίστομα
- εργολάβος
- έτσι
- ευκολάκι
- Εφτάνησα
- εψές
Κ
- καβαλάω το καλάμι
- κάγκουρας
- καζαμπούμπου
- καθεμιανής
- καθίζω στο σκαμνί
- καθίκι
- κακά
- κακό
- κακογαμημένος
- καλά κρασιά
- καλάμι
- καλαφάτισμα
- καλέ
- κάλμα
- καλντερίμι
- καλόγρια
- καλοκαιριάτικα
- καλορίζικος
- καμήλα
- καμπούρα
- καμπούρης
- κανιβαλίζω
- κάνω τόπι στο ξύλο
- καπεταναίοι
- καραγκιοζιλίκι
- καράγυφτος
- καραπουτάνα
- καρατσεκάρω
- καρεκλοκένταυρος
- καριόλα
- καριόλης
- καρμανιόλα
- καρνάγιο
- καταδίνομαι
- καταφρονέθηκα
- καταφρόνεσα