Category:Greek lemmas
Jump to navigation
Jump to search
See also: Category:Ancient Greek lemmas
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek lemmas, categorized by their part of speech.
- Category:Greek adjectives: Greek terms that give attributes to nouns, extending their definitions.
- Category:Greek adverbs: Greek terms that modify clauses, sentences and phrases directly.
- Category:Greek conjunctions: Greek terms that connect words, phrases or clauses together.
- Category:Greek determiners: Greek terms that narrow down, within the conversational context, the referent of the following noun.
- Category:Greek interjections: Greek terms that express emotions, sounds, etc. as exclamations.
- Category:Greek morphemes: Greek word-elements used to form full words.
- Category:Greek multiword terms: Greek lemmas that are a combination of multiple words, including idiomatic combinations.
- Category:Greek nouns: Greek terms that indicate people, beings, things, places, phenomena, qualities or ideas.
- Category:Greek numerals: Greek terms that quantify nouns.
- Category:Greek particles: Greek terms that do not belong to any of the inflected grammatical word classes, often lacking their own grammatical functions and forming other parts of speech or expressing the relationship between clauses.
- Category:Greek phrases: Greek groups of words elaborated to express ideas, not necessarily phrases in the grammatical sense.
- Category:Greek prepositions: Greek adpositions that are placed before their objects.
- Category:Greek pronouns: Greek terms that refer to and substitute nouns.
- Category:Greek verbs: Greek terms that indicate actions, occurrences or states.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Subcategories
This category has the following 16 subcategories, out of 16 total.
Pages in category "Greek lemmas"
The following 200 pages are in this category, out of 28,555 total.
(previous page) (next page)Α
- αβγοκομμένος
- αβγολέμονο
- αβγοτάραχο
- αβγότσουφλο
- αβγουλάκι
- αβγουλάς
- αβγουλάτος
- αβγούλι
- αβγουλιέρα
- αβγουλού
- αβγουλωτός
- αβδέλλα
- αβδελλιάζομαι
- αβδελλιάζω
- αβδελλώνω
- Άβδηρα
- αβδηρίτης
- Αβδηρίτης
- αβδηρίτισσα
- Αβδηρίτισσα
- αβέβ.
- αβέβαια
- αβέβαιος
- αβεβαιότητα
- αβεβαίως
- αβεβαίωτος
- αβεβήλωτος
- αβελτερία
- αβέλτερος
- αβελτηρία
- Αβεντισιάν
- αβερνίκωτος
- αβέρτα
- αβέρτος
- αβερτοσύνη
- Αβετισιάν
- Αβησσυνή
- Αβησσυνία
- αβησσυνιακός
- Αβησσυνός
- αβίαστα
- αβίαστος
- αβίδωτος
- αβιογένεση
- αβιομηχάνητος
- αβιομηχάνιστος
- αβιομηχανοποίητος
- άβιος
- αβιοτικός
- αβιταμίνωση
- αβίωτος
- αβλαβής
- άβλαβος
- άβλαπτος
- άβλαφτος
- αβλέμονας
- αβλέπτημα
- αβλεπτώ
- αβλεψία
- αβλόγητος
- Αβογκάντρο
- αβόγκητος
- αβοήθητα
- αβοήθητος
- αβοκάντο
- αβοκέτα
- άβολα
- αβόλετος
- αβόλευτος
- αβολιδοσκόπητος
- αβολίδωτος
- άβολος
- αβομβάρδιστος
- αβόσκητος
- αβοτάνιστος
- αβουλησία
- αβούλητος
- αβουλία
- αβούλιαχτος
- άβουλος
- αβούλωτος
- αβούρτσιστος
- αβουτύρωτος
- αβρά
- Αβραάμ
- αβράβευτος
- αβράδιαστα
- αβράδιαστος
- άβραστος
- αβράχνιαστος
- άβρεχος
- άβρεχτος
- αβροδίαιτος
- αβροδιαιτώμαι
- αβρόμιστος
- αβρός
- αβρότητα
- αβροφροσύνη
- αβρόφρων
- άβροχα
- αβροχιά
- άβροχος
- αβύζαχτος
- αβύθιστος
- αβυσσαλέος
- άβυσσος
- άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου
- αγαθά
- αγαθεύω
- Αγάθη
- αγαθιάρα
- αγαθιάρης
- αγαθό
- αγαθοεγός
- αγαθοεργία
- αγαθοεργός
- αγαθοπιστία
- αγαθοποιός
- αγαθός
- αγαθοσύνη
- αγαθότητα
- αγαθούλης
- αγαθοφέρνω
- αγαλακτία
- αγαλαξία
- αγαλβάνιστος
- αγαλήνευτος
- αγάλι
- αγάλια
- αγαλλιάζω
- αγαλλίαση
- αγαλλιασμένος
- αγαλλιώ
- αγάλλομαι
- άγαλμα
- αγαλματάκι
- αγαλματένιος
- αγαλματίδιο
- αγαλμάτινος
- αγαλμάτιο
- αγαλματοποιείο
- αγαλματοποιία
- αγαλματοποιός
- αγαλματώδης
- αγαλούχητος
- Αγαμέμνονας
- αγάμητος
- αγαμία
- άγαμος
- άγαν
- αγανάκτηση
- αγανακτισμένος
- αγανακτώ
- αγανάχτηση
- αγαναχτισμένος
- αγαναχτώ
- άγανο
- αγανός
- αγάντα
- αγανταρισμένος
- αγαντάρω
- αγάνωτος
- αγάπανθος
- αγαπάω
- αγάπη
- αγαπημένα
- αγαπημένη
- αγαπημένος
- αγαπημός
- αγαπησιάρης
- αγαπητικιά
- αγαπητικός
- αγαπητός
- αγαπιέμαι
- αγαπίζω
- αγαποβότανο
- αγαπόρνις
- αγαπούλα
- αγαπώ
- Άγαρ
- Αγαρηνή
- Αγαρηνός
- άγαρμπα
- αγαρμπιά
- άγαρμπος
- αγαρμποσύνη
- αγαρνίριστος
- αγάς
- αγαστός
- Αγατζανιάν
- αγγαρεία
- αγγάρεμα
- αγγαρεμένος
- αγγαρεύομαι
- αγγαρεύω
- αγγάστρωτος
- αγγειακός
- αγγειεκτομή
- αγγείο
- αγγειό