Category:Greek feminine nouns
Newest and oldest pages |
---|
Newest pages ordered by last category link update: |
Oldest pages ordered by last edit: |
Greek nouns of feminine gender, i.e. belonging to a gender category that contains (among other things) female beings.
Top – Αα Ββ Γγ Δδ Εε Ζζ Ηη Θθ Ιι Κκ Λλ Μμ Νν Ξξ Οο Ππ Ρρ Σσ Ττ Υυ Φφ Χχ Ψψ Ωω |
Pages in category "Greek feminine nouns"
The following 200 pages are in this category, out of 7,453 total.
(previous page) (next page)Α
- αγροτιά
- αγρότισσα
- αγροφυλακή
- αγρύπνια
- αγρυπνία
- άγρωστη
- αγυιά
- ἀγυιά
- αγυμνασία
- αγυρτεία
- αγύρτισσα
- αγχίνοια
- αγχιστεία
- αγχόνη
- αγωγή
- αγωγιάτισσα
- αγωγιμότητα
- αγωνία
- αγωνιστικότητα
- αγωνίστρια
- αγωνοθέτρια
- αδαημοσύνη
- αδαμαντίνη
- αδαμιαία περιβολή
- άδεια
- άδεια διαμονής
- άδεια οδηγήσεως
- άδεια οδήγησης
- αδεκαρία
- Αδελαίδα
- Αδελαΐδα
- Αδελαϊδα
- αδελφή
- αδελφικότητα
- αδελφογαμία
- αδελφοκτονία
- αδελφοκτόνος
- αδελφομάνα
- αδελφομιξία
- αδελφοποίηση
- αδελφοποιία
- αδελφοσύνη
- αδελφότητα
- αδελφούλα
- αδέλφωση
- αδενίτιδα
- αδενοπάθεια
- αδεξιότητα
- αδερφή
- αδερφικότητα
- αδερφοποίηση
- αδερφοσύνη
- αδερφούλα
- αδέσποτη
- αδημονία
- αδηφαγία
- αδιαθεσία
- αδιαιρετότητα
- αδιακρισία
- αδιαλλαξία
- αδιαντροπιά
- αδιαφάνεια
- αδιαφορία
- αδικήτρια
- αδικία
- αδικοπραγία
- αδικοπραξία
- αδιοριστία
- αδράνεια
- αδρανοποίηση
- αδράχτι
- αδρεναλίνη
- Αδριανούπολη
- Αδριανούπολις
- Αδριατική
- Αδριατική θάλασσα
- αδρομέρεια
- αδρομισθία
- αδρότητα
- αδυναμία
- αδυνάτισμα
- αειφορία
- ΑΕΚ
- αεράμυνα
- αεραντλία
- αεργία
- αεριολογία
- αεριοποίηση
- αεριοπροώθηση
- αεριώθηση
- αεροβασία
- αεροβίωση
- αερογέφυρα
- αερογραμμή
- αεροδίνη
- αεροδυναμική
- αεροελέγκτρια
- αεροθεραπεία
- αερολέσχη
- αερολογία
- αερομαχία
- αερομεταφορά
- αερομηχανικός
- αερομοντελίστρια
- αεροναυμαχία
- αεροναυπηγία
- αεροναυπηγική
- αεροναυπηγός
- αεροναυτιλία
- ΑΕΡΟΠ
- αεροπ.
- αεροπειρατεία
- αεροπειρατία
- αεροπειρατίνα
- αεροπλοΐα
- αεροποίηση
- αεροπορία
- αεροπορική επίθεση
- αεροπορική εταιρεία
- αεροπόρος
- αεροστατική
- αεροσυγκοινωνία
- αεροσυνοδός
- αερόσφυρα
- αεροφαγία
- αεροφοβία
- αεροφωτογράφηση
- αεροφωτογραφία
- αεροφωτογράφιση
- αετονύχισσα
- αετοράχη
- αετοφωλιά
- αζαλέα
- Αζέρα
- Αζόρες
- αζωθαιμία
- αζωτοδέσμευση
- αηδία
- αηδόνα
- αηδονολαλιά
- αηδονοφωλιά
- αηδών
- αηχοποίηση
- αθάλη
- Αθανασάκη
- αθανασία
- Αθανασία
- αθεΐα
- αθερίνα
- αθέτηση
- Αθήνα
- Αθηνά
- Αθηναία
- Αθηναίισσα
- Αθηναΐς
- Αθηνιώτισσα
- Αθίγγανη
- Αθιγγανίδα
- άθληση
- αθλητιατρική
- αθλητίατρος
- αθλητικογράφος
- αθλήτρια
- αθλιότητα
- αθλοθεσία
- αθλοθέτηση
- αθλοθέτρια
- αθλοπαιδιά
- αθρακιά
- αθρεψία
- άθροιση
- αθυμία
- αθυροστομία
- αθωότητα
- αθώωση
- αίγα
- Αιγαιοπελαγίτισσα
- αίγειρος
- αιγιαλίτιδα ζώνη
- αιγίδα
- Αίγινα
- αίγλη
- Αιγύπτια
- Αιγυπτία
- αιγυπτιολογία
- αιγυπτιολόγος
- Αίγυπτος
- αιδημοσύνη
- αιδοιολειξία
- αιδοιολειχία
- αιδώς
- αιθάλη
- αιθαλομίχλη
- αιθανόλη
- αιθεράρχης
- αιθερολογία
- Αιθιοπία
- Αιθιοπίνα
- αίθουσα
- αιθρία